Ιστορίες Καμπιέλου: Η Μαρίνα κι ο “Αη Νικόλας”

Ιστορίες Καμπιέλου… Ιστορίες καθημερινότητας στην Κέρκυρα ή απλά, ιστορίες μέσα από τα μάτια της Ναταλίας Βλάχου.

Η Μαρίνα κυκλοφορούσε συνεχώς αχτένιστη και θυμωμένη.

Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει αν το ένα οφειλόταν στο άλλο, αν δηλαδή την διακατείχε αυτός ο μόνιμος θυμός επειδή γεννήθηκε με χοντρά, αχυρένια, σπαστοσγουρά μαλλιά ή αν αντίκρυσε το φως τούτου του κόσμου θυμωμένη κι οι ρίζες της ποτίστηκαν απ’ το ατίθασο κεφάλι της. 
Η μάνα της, όταν ήταν μικρή, την έκανε μπάνιο και την έλουζε με σαπούνι πάλμολιβ για τα χέρια κι ύστερα την έβγαζε στην αυλή να τη χτενίσει μπας και μαζέψει τις ασυμάζευτες τρίχες που κόντευαν να πνίξουν το σπιτικό τους.

Για κάθε τούφα που ξεμπέρδευε, ψέλλιζε κι ένα “κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς” καθώς υποστήριζε ότι τη στιγμή που τη γέννησε, μια σκιά πέρασε φευγαλέα αγγίζοντας το κεφάλι του μωρού και της άφησε κουσούρια που θα ταλαιπωρούσαν σώμα και ψυχή. 
Δεν έπεσε πολύ έξω.

Η Μαρίνα μεγάλωσε, μετά βίας τελείωσε το σχολειό μένοντας δυο- τρεις φορές στην ίδια τάξη και κράτησε ως απολυτήριο τις γδαρσιές στα γόνατα απ’ τη μπάλα και μια τρυφερή κουβέντα ενός δασκάλου που την πόνεσε:

“Μαρινάκι, μπορείς και καλύτερα”. Αποφάσισε ότι μέχρι εκεί μπορούσε και μ’ αυτό θα πορευόταν. 

Βρήκε δουλειά λαντζιέρα σε μια ταβέρνα στην πόλη κι έπιασε ένα δυαράκι στα Μουράγια, η υγρασία του οποίου έκανε τα μαλλιά της να φουντώνουν ακόμα πιο πολύ.

Ο οξύθυμος κι ευέξαπτος χαρακτήρας της δεν τη βοήθησε να στεριώσει σε δουλειά.

Λες κι οι τσακωμοί ψάχνανε αφορμή να της χωθούν στη μύτη, καταντούσε να σπάει ουρλιάζοντας ο,τι πιατικό βρισκόταν μπροστά της και να φεύγει βρίζοντας θεούς, δαίμονες κι αφεντικά. 
Θα ‘ταν δε θα ‘ταν τριάντα χρονών όταν σωριάστηκε μπρος στα πόδια της, γλιστρώντας απ’ τα σκαλιά της εκκλησιάς, ο “Αη Νικόλας”. 

Έβρεχε καταρρακτωδώς κι οι πλατιές μαύρες πλάκες γλιστρούσαν διαβολεμένα, κυρίως για ανθρώπους ανήξερους που συνήθειο είχαν τις μεγάλες δρασκελιές -σαν κάτι να τους κυνηγούσε.

Τον “Αη Νικόλα” κανείς δεν ήξερες πώς τον λέγανε, καθότι δεν μιλούσε. Είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά στην παλιά πόλη της Κέρκυρας και τριγυρνούσε στα καντούνια σαν προφήτης.

Η μορφή του ασκητική, θαρρείς βγαλμένη απ’ τη Βίβλο, ψιλόλιγνος, με φουσκωμένες φλέβες στα πόδια, μάτια ανοιχτά, βλέμμα χαμένο και μακριά άπλυτα μαλλιά όπου σε διάσπαρτες τούφες αχνοφαινόταν ένα ζηλευτό φωτεινό ξανθό χρώμα.

– Πρόσεχε, ρε αγόρι μου, πού πατάς, μου ‘κοψες τη χολή έτσι όπως έπεσες, γαμώτο σου, άστραψε το Μαρινάκι.
Ο “Νικόλας” έστρεψε το βλέμμα προς τα πάνω αντικρίζοντας τα θυμωμένα μαλλιά να του τείνουν χείρα βοηθείας για να σηκωθεί απ’ το κράσπεδο και οι ματιές τους ενώθηκαν.

Η Μαρίνα μονομιάς μαλάκωσε κι ένιωσε να χάνει ένα χτύπο καρδιάς. 
– Έλα σήκω, είσαι καλά, χτύπησες; 
Ο “Νικόλας” σηκώθηκε απότομα χωρίς να πει κουβέντα, την κοίταξε με ένα μείγμα στοργής και βουβού πόνου κι έφυγε γρήγορα κόβοντας δρόμο προς το Φαληράκι.

Η Μαρίνα, υπνωτισμένη, ξεκίνησε να τον ακολουθεί μες στη βροχή με τα μαλλιά της ηλεκτρισμένα και την ψυχή της φουντωμένη.

Η Παναγίτσα είναι μια μικροσκοπική εκκλησίτσα κάτω από το τεράστιο μουράγιο του παραλιακού δρόμου, δίπλα στην παραλία που κάνουν μπάνιο οι ντόπιοι, όπου ακριβώς απέναντι βλέπεις το νησάκι του Βίδο.

Είναι σκαμμένη μέσα στην πέτρα με λίγες εικόνες και μερικά καντήλια που με έναν ανεξήγητο τρόπο καίνε συνέχεια.

Εκεί μέσα, μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο, με το κύμα να λυσσομανάει και να γλείφει την πόρτα, ενώθηκαν μ’ έναν τρόπο αιθέριο, μυσταγωγικό κι αξέχαστο, σαν μια στιγμή του χρόνου που στοιχειώνει όνειρα και κάνει τις ανάσες δυο ανθρώπων να συγχρονίζονται.


Λίγο καιρό μετά η Μαρίνα έμεινε έγκυος. Δεν ετέθη ποτέ ζήτημα ποιος ήταν ο πατέρας. Ξεκίνησε να ξεπατώνεται στη δουλειά για να μαζέψει κουμπαρά και τ’ απαραίτητα ένσημα για τα επιδόματα.

Τηνε συνάντησα με την κοιλιά τούρλα ένα πρωί που πήγαινα τα παιδιά σχολειό.

Η ευλογία της μητρότητας την είχε ήδη σκεπάσει στην προσμονή του ερχομού του μωρού της και ο θυμός είχε καταλαγιάσει.

Ήταν αγχωμένη, μα ευτυχισμένη. Έκατσα και της εξήγησα αναλυτικά τα δικαιώματά της. Πρόνοιες, άδειες, κοινωνική βοήθεια, Φορείς που θα τη βοηθούσαν. 
-Ευτυχώς που μου τα εξηγείς, Ναταλία μου, γιατί δεν τα καταλαβαίνω.
– Όλοι θα σε βοηθήσουμε, Μαρινάκι μου. Όλοι.
Λίγο καιρό μετά, το μωράκι γεννήθηκε. Είχε φουσκωτά μάγουλα, φωτεινά ξανθά βελούδινα μαλλιά και νεύρα. 

“Ευτυχώς, Ναταλία μου, που πήρε μόνο το χαρακτήρα μου και όχι και τα μαλλιά μου”.  

Ναταλία Βλάχου

Φωτογραφικό υλικό: Βασίλης Δουκάκης | Επιμέλεια: Μαρίλια Μακρή

Start typing and press Enter to search