Βιβλιοκριτικές: Μίραμπελ της Νατάσσας Καραμανλή
Την γνώρισα μέσα από τις σελίδες του τελευταίου της μυθιστορήματος με τίτλο «Μίραμπελ», το οποίο και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και έκτοτε, όπως της έχω εκμυστηρευτεί, δηλώνω μεγάλη της θαυμάστρια. Ευγλωττία, λυρισμός, μαγεία. Παρότι διαπραγματευόταν σκληρές σκηνές και εικόνες του ΒΠΠ, η Νατάσσα Καραμανλή καταφέρνει να σπείρει τον σπόρο της ελπίδας κι εκείνος υπό την φροντίδα της να ανθίσει. Νατάσσα μου, σε καλωσορίζουμε στην παρέα του Blessed.gr!
1. Καταρχάς να σε ευχαριστήσω για την αποδοχή της πρότασης. Θα ήθελα να μας πεις πως γεννήθηκε αυτή η ιδέα. Τι στάθηκε η αφορμή να πεις αυτή η κούκλα πρέπει να μιλήσει;
Ήταν μια δύσκολη απόφαση να αναμετρηθώ με το ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων, όμως ήταν κάτι που το επιθυμούσα εδώ και πολύ καιρό. Αρχικά, με ενδιέφερε η ίδια η θεματική του Ολοκαυτώματος. Αυτό το έγκλημα που ξεχωρίζει ανάμεσα στα μαζικά εγκλήματα της ανθρώπινης Ιστορίας κι όχι μόνο εξαιτίας του ασύλληπτου αριθμού των θυμάτων. Όμως, είναι φύσει αδύνατο να μιλήσεις για το θέμα του ολοκαυτώματος με εύκολο τρόπο. Δεν υπάρχει αυτή η μέθοδος, δεν έχει εφευρεθεί και φαντάζομαι πως και στα επόμενα χρόνια το θέμα αυτό δύσκολα θα περιγράφεται.
Το Ολοκαύτωμα διαφοροποιείται από τις άλλες γενοκτονίες, αφενός λόγω της καθολικότητας της εξόντωσης, της οικουμενικότητάς του, της ιδεολογίας που το προκάλεσε, αλλά και του καθολικού εξευτελισμού των θυμάτων του. Οι αριθμοί μιλούν για έξι εκατομμύρια δολοφονημένους, περίπου 60.000 ήταν Έλληνες Εβραίοι, οι οποίοι αποτελούσαν το 86% του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας. Οι 50.000 ήταν κάτοικοι της πόλης μου, της Θεσσαλονίκης. Κάπως έτσι γεννήθηκε η Μίραμπελ, από την επιθυμία μου να μιλήσω για αυτούς τους 50.000 Εβραίους της πόλης μου που δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους. Αποτελεί τον δικό μου φόρο τιμής στα θύματα του Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης και γράφτηκε για να θυμίσει εκείνα που επιλέγουμε να μην θυμόμαστε. Κι ακόμη, μια υπενθύμιση για τους νεότερους, που πρέπει να γνωρίζουν και την άλλη πλευρά της αλήθειας.
2. Ποιο πιστεύεις ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος;
Προσωπικά θεωρώ πως ένα μυθιστόρημα με ιστορικό υπόβαθρο οφείλει να ρίχνει φως στο παρελθόν αναδεικνύοντας καινούριους ήρωες, ενδεχομένως εκείνους που έχουν αδικηθεί από την επίσημη ιστορία, αλλά και να ερμηνεύει τα γεγονότα, δίχως να αδικεί την ιστορική καταγραφή τους. Εντούτοις, ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να αποδώσει επακριβώς το ιστορικό πλαίσιο, μπορεί να υποπέσει στην παγίδα μιας εκτενούς ιστορικής περιγραφής, που θα στερείται ανθρωποκεντρισμού. Αυτό νομίζω ήταν για μένα το πιο δύσκολο σημείο, να ξεπεράσω, αν θέλετε, να αφήσω πίσω μου την έρευνα και να επικεντρωθώ στον ψυχισμό των χαρακτήρων. Μέλημά μου ήταν να διαμορφώσω κατά τέτοιον τρόπο τους ήρωες, ώστε να μην είναι απλώς οι κομπάρσοι της ιστορίας, αλλά οι πρωταγωνιστές της, να μην απλά εκείνοι που θα επηρεάζονται από τα γεγονότα, αλλά εκείνοι που με τις πράξεις τους κινούν τα νήματα της ιστορίας.
3. Αν μπορούσες να ξεχωρίσεις έναν ήρωα σου, ποιος θα ήταν και γιατί;
Αγαπώ όλους τους ήρωες που κατοικούν στη Μίραμπελ, μα σαφέστατα ξεχωρίζω την αφηγήτριά μου, την κούκλα Μίραμπελ. Κι έχω έναν ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτό, καθώς η σύλληψή της στάθηκε το μέσο για να καταθέσω όσα επιθυμούσα. Χωρίς τη Μίραμπελ, ειλικρινά, δεν γνωρίζω αν θα προέβαινα σε αυτό το εγχείρημα. Υπήρξε η απαρχή για να ξετυλιχτεί όχι μόνο ένα μέρος της ιστορίας, μα και πολλές άλλες, μικρότερης σημασίας, αλλά σημαντικές με τον τρόπο τους.
Αυτό που με συναρπάζει στη Μίραμπελ, είναι ο διττός της ρόλος. Γίνεται ταυτόχρονα ο δέκτης και ο πομπός κάποιων ακραίων καταστάσεων. Από τη μια, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που δέχεται για να κατανοήσει σύμφωνα μ’ αυτά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Για μένα η παρουσία της αποτελεί ένα αίσθημα ζεστασιάς μέσα στην απανθρωπιά του πολέμου. Την ελπίδα πως δεν έχουν χαθεί όλα. Αντιπροσωπεύει την εσωτερική μας φωνή, αλλά και την ανάγκη για ανθρωπιά και ενσυναίσθηση. Κι είναι κοφτερή, επειδή προέρχεται από ένα παιδικό παιχνίδι. Αυτή η αντίθεση θεωρώ πως αποδίδει στη Μίραμπελ μια δυναμική παρόμοια με τη συνείδησή μας. Αν είχε τη δυνατότητα να μας μιλήσει, πόσα, αλήθεια, θα κάναμε διαφορετικά;
4. Η ελπίδα και η πίστη πρωταγωνιστούν στην Μίραμπελ. Πιστεύεις πως οι άνθρωποι έχουν χάσει κάποια από τις παραπάνω;
Σύμφωνα με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πίστη είναι να ξεκινάς ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, χωρίς να βλέπεις ολόκληρη τη σκάλα. Αυτή η πεποίθηση έβρισκε έδαφος στην εποχή που διαδραματίζεται η Μίραμπελ. Μην ξεχνάμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων του Ολοκαυτώματος όδευε προς τον θάνατο με την πίστη λάβαρο κι οδηγό. Κανείς τους δεν μπορούσε να πιστέψει πως από την περιθωριοποίηση, από τα γκέτο και τα πογκρόμ, θα κατέληγαν στα κρεματόρια. Ίσως αυτό να ήταν η ελπίδα τους, μια καμένη ελπίδα, που εξαϋλώθηκε μέσα στον γκρίζο καπνό. Μα, ποιος αλήθεια πιστεύει ή ελπίζει στην εποχή μας με την ίδια ένταση και σε τι;
Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου υπάρχει ο εξής διάλογος:
Χορός: «Και τι φάρμακο βρήκες για τον φόβο του θανάτου;»
Προμηθέας: «Τους έδωσα τυφλές ελπίδες».
Η ελπίδα μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και τον φόβο του θανάτου. Στον αντίποδα, όμως μπορεί να είναι τυφλή, άπιαστη.
Σήμερα οι άνθρωποι επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, δίνουν άλλες προοπτικές στο σκληρό τοπίο της καθημερινότητας, αναζητούν νέους τρόπους να εκφράζονται, να ανήκουν, μα ξεκινούν από λάθος βάσεις.
Η πίστη και η ελπίδα έχουν αλλάξει πρόσωπα και αφορούν εντελώς προσωπικές αξιώσεις. Αξιώσεις που δεν αγγίζουν το σύνολο, παρά τη μονάδα. Βλέπουμε ανθρώπους χωρίς ελπίδα, μόνο με υλικές επιθυμίες και κυρίως χωρίς θέληση για αλληλεγγύη, χωρίς ενσυναίσθηση. Μια κατάσταση όπου κυριαρχεί το ένστικτο της ατομικής επιβίωσης, της επιβολής του νόμου των ισχυρών, της κυριαρχίας, του προσωπικού οφέλους.
Ίσως όλοι μας έχουμε εγκλωβιστεί στα ίδια μας τα πρότυπα κι η ελπίδα να τα φτάσουμε ή να τα ξεπεράσουμε αποδεικνύεται ένας φαύλος κύκλος…
Η Μίραμπελ είναι μια πορσελάνινη κούκλα. Βίωσε τον πόνο, την εγκατάλειψη, την απόρριψη μα και την αγάπη. Κλαίει σιωπηλά, αναρωτιέται και θυμάται. Ήρθε η ώρα να διαβάσεις την δική της ιστορία. Εκείνη που μόνο η ματιά μιας κούκλας μπορεί να αφηγηθεί χωρίς να σπάσεις… ή μήπως όχι;