Η αλμύρα του Αρμυρού
Ο γιος μου, ο Άγγελος, δυσκολεύεται να πει το “λ”.
Για την ακρίβεια, το χρησιμοποιεί μόνο όταν το φωνήεν μετά τον βολεύει ώστε να μην κάνει δύσκολες βόλτες η γλώσσα στο στόμα του, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, αντικαθιστά το “λ” με το “ρ”.
Λιγάκι περίεργο, αν σκεφτείς ότι αποτελούν και τα δύο υγρά σύμφωνα κι απλά αλλάζει ο αέρας που διοχετεύεται στην πρώτη περίπτωση προς τα πλάγια και στη δεύτερη ακουμπά χαλαρά τα πάνω φατνία ώστε να δονείται από το ρεύμα του αέρα, δημιουργώντας το παλλόμενο “ρ”.
Με λίγα λόγια, ξέρει να το πει, αλλά βαριέται.
Ξεκίνησα διακριτικά να τον διορθώνω, έχοντας πάντα το άγχος της μικρομάνας ότι η ισορροπία μεταξύ ευνουχισμού από το υπερβολικό νοιάξιμο και τόνωσης της αυτοπεποίθησης, είναι τόσο λεπτή όσο ένα τσιγαρόχαρτο.
– Μαμά, θέρω ρίγο γάρα
– Να σου βάλω γάλα, αγάπη μου, ναι!
– Σήμερα πέρασα πορύ ωραία με τους φίρους μου στην αυρή!
– Αααααα τί ωραία, ζωή μου, που πέρασες πολύ ωραία με τους φίλους σου στην αυλή!
Το πιο αστείο είναι ότι φωνάζει τον αδερφό του “Ρευτέρη”.
Ο Λευτεράκης δε, λες κι αυτό το διπλό “ρ” όταν τον καλεί ο αδερφός του, τον τουρμπάρει ενέργεια και φορτσάρει να τον αγκαλιάσει με λύσσα παιχνιδιάρικη, μα συνάμα τρυφερή.
Έχω συχνά τη σκέψη πως επειδή τα παιδιά μού γεννήθηκαν πρόωρα, λόγω δίδυμης κύησης, κουβαλούν κάτι αρχέγονο από την εμβρυακή τους εμπειρία – ή μια προηγούμενη ζωή- που δεν πρόλαβαν να αποτινάξουν τελείως πάνω στη βιασύνη τους να ρίξουν το πρώτο κλάμα σε τούτη.
Προσπαθώ να μην το ξεχνώ στις σκοτούρες και στο τρέξιμο της καθημερινότητας και να αφουγκράζομαι μήπως τα παιδιά έχουν κάτι να μου πουν.
Κάτι βαθύ, κάτι σπουδαίο, κάτι έξω από τη γνώση μας.
Η ύπαιθρος με κάνει καλύτερη μαμά.
Ήρθαμε πέντε μέρες να ησυχάσουμε στο χωριό κι αυτόματα η ψυχολογία μου κάλμαρε κι οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν.
Είναι ένας συνδυασμός της ησυχίας της νύχτας, των χρωμάτων της λυκαυγής, των τζιτζικιών στα πεύκα, της φωνής του γκιώνη και των τριζονιών όταν βραδιάζει και του πηχτού αέρα απ’ τον Κερκυραϊκό ελαιώνα, οπού γεμίζει τα πνευμόνια με φρέσκο οξυγόνο και φέρνει τα όνειρα πιο κοντά.
Η σύνδεση του “λ” και του “ρ” είναι συμπαντικά προσωπική.
Το κατάλαβα ένα βράδυ στην Αχαράβη, όπου ένας καλός φίλος, στο πλαίσιο μιας εξομολόγησης περί ονείρων, μου ανέφερε ότι τον κούρασε ο Αλμυρός (παραλία της Περιθειας), και πεθύμησε τον Αρμυρό όπως τον έζησε παιδί.
“Μη λες τίποτε, περισσότερο”, του είπα.
Ήξερα αυτόματα τί εννοούσε. Η διαφορά του συμφώνου είναι η ανάμνηση του ονείρου.
Αυτού που σε στοιχειώνει και σε κυνηγά για να το εκπληρώσεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Και όπου ξέρεις ότι είναι εκεί, με βλέμμα στοιχειωμένο μέσα απ’ τη μνήμη σου, όσο εσύ βλέπεις την αλμύρα να μετουσιώνεται σε αλμύρα και να σου γλείφει τις πληγές.
Το “ρ” είναι η δόνηση του σύμπαντος. Και το παιδί μού μιλάει ακόμα μέσα απ’τη σύνδεση αυτή. Σταμάτησα να τον διορθώνω.
Ένα πρωί, του ψιθύρισα λίγους στίχους από “Τα ρω του Έρωτα” του Ελύτη, έτσι, για το καρμικό της υπόθεσης :
Αρχή του κόσμου πράσινη κι αγάπη μου θαλασσινή την κλωστή σου λίγο λίγο τραγουδώ και ξετυλίγω
Διαβάζω μέσα στο νερό το άλφα το βήτα και το ρωτά δυο γυμνά σου πόδια τους κήπους με τα ρόδια
– Μαμά, τί είναι αυτό που λες;
– Ένα ποίημα, αγάπη μου!
– Του παππού Διομήδη;
– Όχι, ψυχή μου, αυτός έχει γράψει άλλα όμορφα ποιήματα.
– Μαμά, ο παππούς Διομήδης είναι ψηλά στον ουρανό και σκέφτηκα, επειδή είμαι μάστορας, να φτιάξω μία σκάρα !
– Εξαιρετική ιδέα! Να το κάνεις!
– Θα πάρω τα εργαρεία μου να την ξεκινήσω, επειδή δε θέλω να στενοχωριέσαι!
– Μα δε στενοχωριέμαι, ψυχή μου! Είμαι χαρούμενη!
– Για να γίνεις πορύ πορύ πορυυυυυυυυ χαρούμενη!
Το παιδί μου ήξερε. Κοίταξα ψηλά. Σκέφτηκα ένα στίχο του πατέρα μου, που τελευταία μ’ έχει στοιχειώσει:
Να κόβω πήχες απ’την πίκρα μου και να μετρώ το ανάστημα του ονείρου.
Όλα τα παιδιά ξέρουν.
Ναταλία Βλάχου
Φωτογραφικό υλικό: Άντζελα Παργινού | Επιμέλεια: Μαρίλια Μακρή