Ιστορίες Καμπιέλου
Ιστορίες Καμπιέλου… Ιστορίες καθημερινότητας στην Κέρκυρα ή απλά, ιστορίες μέσα από τα μάτια της Ναταλίας Βλάχου.
Τα πρωινά πάντα με ξυπνάει η καμπάνα του Αγιού.
Λες κι ο ήχος της σαν σημάνει 7 φορές δίνει κι επίσημα το έναυσμα να ανοίξουν νυσταγμένα μάτια, αποκαμωμένα ακόμη απ’ το μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας.
Τα πρωινά λεπτά πάντοτε επιταχύνουν στο χρόνο. Κυλάνε αλλιώτικα, πιο γρήγορα και πάντα καταλήγω να τρέχω, ξεγελώντας τα παιδιά ότι κάνουμε αγώνες στα καντούνια για να φτάσουμε στο σχολειό στην ώρα μας. Στα πρωινά βλέμματα των μαμάδων διαβάζεις πολλές αλήθειες. Κάποια μάτια κουρασμένα, κάποια βαμμένα μέχρι την ακρινή βλεφαρίδα, κάποια με αδιάγνωστη κατάθλιψη, όμως η καλημέρα τους είναι πάντα ζεστή. Ακόμα και στη βιάση, πάντα κοιτάζω τα πρόσωπα κι αναζητώ την ευτυχία τους.
Στα στενά του Καμπιέλου, αν σταθείς, ακούς αλήθειες που ηλεκτρίζουν το πετσί σου.
Τα σπίτια που τα χωρίζουν λεπτές μεσοτοιχίες και τα παράθυρα που καραδοκούν μισάνοιχτα – απ’ το πρώτο πέταγμα των χελιδονιών μέχρι και το φευγιό τους- κάνουν τα γνωμικά να ταξιδεύουν σαν ψίθυροι γνώσης που τρυπώνουν στο μέσα σου.
Ένα απόγευμα ανηφόριζα τα σκαλιά του Άη Νικόλα του Ντεβέκια. Τα παιδιά μου έσπρωχναν τα πατίνια τους κάνοντας θόρυβο στις χαρακτηριστικές στρογγυλεμένες πέτρες μιλώντας ακατάπαυστα με φωνούλες- τιτιβίσματα. Μπροστά μας συναντήσαμε ένα νεαρό ζευγάρι που με μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή πάλευαν να βρουν τη σωστή γωνία φωτός σε μια γραφική γωνιά.
Όταν μένεις σε μέρος τουριστικό, αρχίζεις και ψυχολογείς τους ξένους, ανάλογα με την κοψιά τους. Ετούτοι ήταν ιντελεκτουέλ, λίγο φευγάτοι, με μια καλλιτεχνική αύρα και μια νιότη που δεν άφηνε να ξεχωρίσει αν η σχέση τους ήταν αληθινός έρωτας ή ολιγόμηνη καψούρα.
Η στάση τους δεν ήθελε και πολύ για να κάνει ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου να ανοίξει χτυπώντας δυνατά τα πατζούρια του στον πέτρινο τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας
«Από πού είστε, μάτια μου, εσείς;».
Μια ευγενική μορφή με λιγοστά δόντια και ξέπλεκα άσπρα μαλλιά έδωσε εικόνα στη χαρακτηριστική Κερκυραϊκή φωνή της γιαγιάκας που ξεμύτισε.
«Ω, γεια σας!» απάντησαν ευγενικά οι ξένοι. «Αθήνα μένουμε, αλλά εγώ έχω καταγωγή από Λιβαδειά κι ο φίλος μου απ’ τη Βέροια».
«Μμμμμ, άχαρη ζωή…» αποκρίθηκε η γριούλα. «Και τί κάνετε, ψυχή μου, αυτού πέρα; Έχετε δουλειά, κάνε, ή ζείτε και καθόλου;». Η ανάκριση ήταν σκληρή κι αδυσώπητη.
«Δουλεύουμε, ναι. Βέβαια, εγώ σπουδάζω ακόμα», απάντησε η νεαρή.
«Μπράβο, κόρη μου, έτσι πρέπει. Να έχετε ώρα καλή. Και μη σας φάει η ζούγκλα αυτού που ζείτε. Δεν πάτε πίσω στα χωριά σας καλύτερα; Κι εμείς τί πάθαμε που μείναμε εδώ πέρα;».
«Μα, εσείς, κυρία μου, ζείτε στον παράδεισο!» ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του αγοριού.
Η γιαγιάκα συνοφρυώθηκε. «Ο τόπος του καθενός, ψυχή μου, είναι παράδεισος και φυλακή. Όμως, να σας πω και κάτι τελευταίο, για να σας αφήκω να βγάλετε τη φωτογραφία σας… Όπου κι αν πας, ο τόπος σου σε κράζει». (Σ.σ: στην κερκυραϊκή διάλεκτο, η λέξη “κράζω” σημαίνει “φωνάζω”).
Το γνωμικό είχε βγει.
Σαν πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς απ’ τη μνήμη του; Καθείς κουβαλά τη ρίζα του.
Η φωτογραφία των ξένων βγήκε, όμως στο βλέμμα της κοπέλας διέκρινα μια φευγαλέα σκοτεινιά.
Κάτι της θύμισε το γνωμικό που άκουσε… Μια ιστορία που θέλει να ξεχάσει. Το αγόρι την αγκάλιασε ζεστά απ’ τη μέση για να προχωρήσουν. Άραγε, δύο ξένοι τόποι μπορούν να αγαπηθούν βαθειά, στ’ αλήθεια;
Κοίταξα τους γιους μου και βάλθηκα να σκέφτομαι τα καθημερινά ψώνια απ’ το μίνι μάρκετ του Καμπιέλου που χρειάζονται στο σπιτικό μας.
Η ρουτίνα της καθημερινότητας, συχνά υπερισχύει και μας κάνει κοντόφθαλμους. Για να εκτιμήσεις τον τόπο σου πρέπει να φύγεις για να τον δεις από μακριά. Κι αν επιστρέψεις πάλι και ριζώσεις, τότες η ζούγκλα σου, ίσως, φαντάζει μικρότερη.
Ναταλία Βλάχου
Φωτογραφικό υλικό: Βασίλης Δουκάκης | Επιμέλεια: Μαρίλια Μακρή