Η Απροσποίητη Ομορφιά του Ανόι
Πέρσι τέτοια εποχή περίπου, γυρνούσα από το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ευρώπης, από τη Νοτιοανατολική Ασία και συγκεκριμένα, το τόσο ιδιαίτερο Βιετνάμ. Αφού είχα ψάξει σχεδόν κάθε πιθανή επιλογή προορισμού μέσα από τις αγαπημένες μου διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης αεροπορικών εισιτηρίων (όπου πολύ συχνά απλώς πατάω «αναζήτηση για οπουδήποτε», γιατί θέλω εξίσου πολύ να επισκεφθώ όλες τις χώρες του κόσμου), τελικά κατέληξα σε αυτή τη χώρα. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι από εκείνο το τροπικό μέρος με τις υπερπληθείς πόλεις, τους απέραντους ορυζώνες και την πλούσια ιστορία, με τράβηξε από την πρώτη στιγμή.
Πρώτη στάση το Ανόι
Ένα μέρος τόσο χαώδες και ξένο, που όμως εν τέλει αποδείχθηκε τόσο απρόσμενα οικείο. Δεν θα περίμενα ποτέ ότι μια τέτοια πόλη θα
μου θύμιζε τα παιδιά μου χρόνια, ότι θα έφερνε στην επιφάνεια τις πιο
καταχωνιασμένες αναμνήσεις μου. Από που κι ως που, θα μου πείτε…
Λοιπόν, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε εκείνη την πόλη με την άναρχη δόμηση και τις τροπικές απογευματινές μπόρες, νοστάλγησα… Το βόρειο Βιετνάμ και ειδικά η πρωτεύουσα, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος. Θα δεις και την καρτ-ποσταλική χώρα που έχεις στο μυαλό σου όταν σκέφτεσαι εξωτικά ταξίδια στην Ασία- πανύψηλοι, δενδρόφυτοι βράχοι που ξεφυτρώνουν από θάλασσες και ποτάμια, δημιουργώντας εντυπωσιακά συμπλέγματα, φυτείες ρυζιού σε πεδιάδες ή πλαγιές, ζούγκλες και βουνά με παραδοσιακά χωριά που κατοικούνται από αυτόχθονες… Ναι, όλα αυτά θα τα δεις.
Ωστόσο, θα βρεις και κάτι πολύ μοναδικό που συνήθως δεν είναι η μεγαλύτερη ατραξιόν για τον μέσο επισκέπτη. Θα βρεις το παρελθόν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το παλιό τετράγωνο (old quarter) στο Ανόι έχει μείνει πίσω στο χρόνο.
Κυριολεκτικά. Θα καθίσεις σε καφέ που βρίσκονται σε ορόφους από παλιά κτίσματα, άλλα χωμένα σε ανήλιαγα στενά κι άλλα να επιβλέπουν τους πολύβουους δρόμους, απαράλλαχτα από την δεκαετία του 1980. Οι θαμώνες τους, ήσυχοι, διαβάζουν βιβλία και εφημερίδες, πολλές φορές μόνοι τους.
Ισόγεια μαγαζάκια, σαν τρύπες, που θυμίζουν κάτι από Πειραιά του ’50 και πουλάνε κάθε λογής πράγματα, από βίδες και εργαλεία, μέχρι ρούχα, παιγνίδια και αντίκες, βρίσκονται σε κάθε σπιθαμή του δρόμου. Οι μαγαζάτορες, τα μέλη των οικογενειών τους και οι φίλοι τους κάθονται στα πεζοδρόμια πλάι στις εισόδους, σε λιλιπούτεια πλαστικά τραπεζοκαθίσματα, τα ίδια που βρίσκεις και στις καφετέριες και τα εστιατόρια του δρόμου και ξέρετε τι κάνουν; Συζητάνε. Ακούνε μουσική σε μικρά ηχεία και ραδιόφωνα. Τρώνε ηλιόσπορους. Πίνουν τσάι και καφέ. Οι άντρες σηκώνουν τις μπλούζες στο ύψος του στήθους μες στην αφόρητη ζέστη κι οι γυναίκες κουνάνε τις βεντάλιες δεξιά αριστερά σε μια ακούραστη προσπάθεια να δροσιστούν. Φωνάζουν και γελάνε δυνατά, χωρίς να τους νοιάζει ποιος ακούει. Άλλοι διατυμπανίζουν την πραμάτεια τους και προσπαθούν να σε πιάσουν πελάτη κι άλλοι ούτε που σου δίνουν σημασία, ακόμα κι αν μπεις στο μαγαζί. Πολλές φορές κοιμούνται στο πάτωμα.
Ζούνε.
Τα σαββατοκύριακα, όταν στήνεται η νυχτερινή αγορά, η πόλη γίνεται μια μεγάλη γιορτή. Παιδιά και έφηβοι παίζουν παιγνίδια στους δρόμους, παιγνίδια με μπάλες, σχοινάκι, βόλους… Παραδίπλα, άνθρωποι χορεύουν σε δυάδες σάλσα, τανγκό ή ό,τι παίζει εκείνη την ώρα. Οι μουσικοί του δρόμου μαζεύουν τριγύρω τους το ενθουσιώδες κοινό που λαχταρά να ακούσει τα τραγούδια τους, είτε είναι ροκ, είτε βιετναμέζικη παραδοσιακή μουσική με έγχορδα…
Ζούνε.
Έχουν συνείδηση της ιστορίας τους. Έχουν υφάνει το χαρακτήρα τους μέσα από τις κακουχίες και τα βάσανα του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι περήφανοι και φιλόξενοι, χωρίς να σου πουλάνε συμπάθεια και ψεύτικα χαμόγελα.
Δεν προσποιούνται.
Άντρες και γυναίκες δουλεύουν σκληρά και με κάθε μέσο. Το μεροκάματο δεν είναι δεδομένο. Στους σαράντα βαθμούς και με 100 τοις 100 υγρασία, θα κοπιάσουν ως το τέλος της μέρας, καμιά φορά χρεώνοντάς σε διπλά και τριπλά αν δεν προσέξεις. Μου έτυχε κάνα δυο φορές κι αυτό, όμως στο τέλος της μέρας, το μικροποσό που μου χρέωσαν παραπάνω, ήταν πολύ πιο σημαντικό για εκείνους απ’ ο,τι για μένα.
Δεν είναι για όλους το Ανόι. Είναι χαώδες και πρωτόγονο. Τα πιο αυθεντικά φαγάδικα θυμίζουν γκαράζ. Το απόγευμα μυρίζει άσχημα, συνήθως βραστό κρέας και υπολείμματα φαγητού που στο τέλος της μέρας τα πετάνε έξω στους δρόμους. Δεν είναι η κουκλίστικη πόλη με τα εντυπωσιακά κτίρια, αν και έχει και τέτοια. Δεν είναι όλοι χαρούμενοι, συνήθως μάλιστα είναι βιαστικοί και φουριόζοι.
Ήταν όμως σίγουρα για εμένα. Εκείνη η πόλη βρήκε ένα κομμάτι μέσα μου και φώλιασε. Μου θύμισε την εποχή, όταν δεν είχαμε κινητά και μαζευόμασταν στις πλατείες, άλλοτε παίζαμε κι άλλοτε λέγαμε ιστορίες που μας στοίχειωναν τον ύπνο. Θυμήθηκα τα γειτονέματα, τα ξενύχτια και τις μαζώξεις. Τις γιαγιάδες και τους παππούδες μου, τους γείτονες, τα ξαδέρφια μου. Τα μαγαζάκια της γειτονιάς που πουλούσαν τα πάντα και που τους λέγαμε να «γράψουν» το χρέος στο τεφτέρι για να τους τα πληρώσουμε μαζεμένα. Μπήκε στο υποσυνείδητο μου, στη δική μου χαώδη και πρωτόγονη πόλη και το ξύπνησε.
Και δε θέλω να ακουστώ δήθεν. Δε με χαλάει η τεχνολογία και τα κινητά. Με χαλάει που έχουν απορροφήσει όλη μας την προσοχή και την ενέργεια. Που ζούμε μόνο μέσα από αυτά. Που μπορεί να έχουμε πολύ πιο εύκολη και άνετη ζωή από το μέσο Βιετναμέζο, αλλά εμείς δεν θυμόμαστε πότε καθίσαμε τελευταία φορά σε ένα πλαστικό καρεκλάκι να τα πούμε πραγματικά με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Να τα πούμε! Χωρίς να τσεκάρουμε κάθε τρεις και λίγο την οθόνη του κινητού, χωρίς να μεσολαβούν κλήσεις, μηνύματα και ειδοποιήσεις, χωρίς να λείπει το μυαλό μας…
Πότε χόρεψες τελευταία φορά, χωρίς να το τραβήξεις story, χωρίς να το «στήσεις»;
Πότε έπαιξες μπάλα και σχοινάκι;
Πότε γέλασες με την καρδιά σου; Όχι για τη selfie, κατά λάθος, απρογραμμάτιστα,
απροειδοποίητα…
Για αυτό το αγάπησα το Ανόι. Για την αθωότητα των παιδικών χρόνων που ζει μέσα του. Για την απροσποίητη αυθεντικότητά του. Για το παρελθόν που δεν έσβησε στην καρδιά του, παρότι λίγα χιλιόμετρα έξω από την παλιά πόλη έχουν υψωθεί πελώριες υπερσύγχρονες πολυκατοικίες και ξενοδοχεία. Σαν κάποιο ξόρκι να προστάτευσε
εκείνο το Παλιό Τετράγωνο από την πρόοδο και την αποξένωση που συνεπιφέρει.
Μπορείς να βρεις παντού εντυπωσιακά τοπία, εξωτικές παραλίες και συμπλέγματα καταπράσινων νησιών…
Ζωή, όμως, δεν βρίσκεις συχνά.
Βρείτε την Μαρία Στεφάνου και στο instagram